- σπινθήρ,-ῆρος
- ὁ N 3 0-0-2-0-6=8 Is 1,31; Ez 1,7; Wis 2,2; 3,7; 11,18spark
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
σπινθήρ — ῆρος, ὁ, ΜΑ βλ. σπινθήρας … Dictionary of Greek
σπινθήρας — Ηλεκτρική εκκένωση που παράγεται με διάσπαση συνοδευόμενη από αιφνίδια λάμψη και χαρακτηριστικό ξηρό θόρυβο. Ο σ. παράγεται όταν η τιμή της διαφοράς δυναμικού μεταξύ δύο σωμάτων ηλεκτρικά φορτισμένων υπερβεί την τιμή αντίστασης του διηλεκτρικού… … Dictionary of Greek
σπινθηροειδής — ές, ΜΑ 1. όμοιος με σπινθήρα 2. σπινθηροβόλος («ἐναύσματα σπινθηροειδῆ», Γρηγ Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σπινθήρ, ῆρος + ειδής*] … Dictionary of Greek